- φουρνιά
- η, Ν1. η ποσότητα που χωράει ο φούρνος για ψήσιμο (α. «μια φουρνιά ψωμί» β. «μια φουρνιά κουλούρια»)2. μτφ. αριθμός, σύνολο, σειρά προσώπων ή πραγμάτων (α. «η νέα φουρνιά νεοσύλλεκτων» β. «κι άλλη φουρνιά μεταναστών»)3. φρ. «φουρνιές, φουρνιές»(με επιρρμ. σημ.) σε αλλεπάλληλες ομάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φούρνος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.