φουρνιά

φουρνιά
η, Ν
1. η ποσότητα που χωράει ο φούρνος για ψήσιμο (α. «μια φουρνιά ψωμί» β. «μια φουρνιά κουλούρια»)
2. μτφ. αριθμός, σύνολο, σειρά προσώπων ή πραγμάτων (α. «η νέα φουρνιά νεοσύλλεκτων» β. «κι άλλη φουρνιά μεταναστών»)
3. φρ. «φουρνιές, φουρνιές»
(με επιρρμ. σημ.) σε αλλεπάλληλες ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φούρνος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουρνιά — η 1. όσα χωράει μια φορά ο φούρνος ή όσα κάθε φορά μπαίνουν μαζί σ αυτόν για ψήσιμο: Μια φουρνιά ψωμιά. 2. μτφ., αριθμός ανθρώπων ή όμοιων πραγμάτων ορισμένης κατηγορίας, ομάδα, δόση (πρβλ. καζανιά, βαρκαδιά): Η φετινή φουρνιά των πρωτοετών… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”